- μονίλια
- και μονιλία, η(μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην κλάση υφομύκητες και αποτελεί κονιδιακή μορφή ειδών τού γένους σκληρωτινία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
μύκητες — Μεγάλη και σπουδαία υποδιαίρεση του φυτικού βασιλείου, η οποία απαρτίζεται από θαλλόφυτα, δηλαδή από μάλλον απλής δομής φυτικούς οργανισμούς που στερούνται πραγματικών ριζών, βλαστού και φύλλων. Οι μ. αποτελούνται από συνενωμένες υφές… … Dictionary of Greek